ἀναθεώρησις — close examination fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεωρήσει — ἀναθεώρησις close examination fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναθεωρήσεϊ , ἀναθεώρησις close examination fem dat sg (epic) ἀναθεώρησις close examination fem dat sg (attic ionic) ἀναθεωρέω examine carefully aor subj act 3rd sg (epic) ἀναθεωρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεωρήσεις — ἀναθεώρησις close examination fem nom/voc pl (attic epic) ἀναθεώρησις close examination fem nom/acc pl (attic) ἀναθεωρέω examine carefully aor subj act 2nd sg (epic) ἀναθεωρέω examine carefully fut ind act 2nd sg ἀ̱ναθεωρήσεις , ἀναθεωρέω examine … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεώρησιν — ἀναθεώρησις close examination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] … Dictionary of Greek
Ευταξίας, Αθανάσιος — (Δαδί 1849 – Αθήνα 1931). Θεολόγος, πολιτικός και συγγραφέας. Βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας από το 1885, διορίστηκε επανειλημμένα υπουργός Παιδείας (1893, 1897, 1899), Οικονομικών (1902 και 1922) και Εθνικής Οικονομίας (1915). Διορίστηκε… … Dictionary of Greek
ἀναθεωρήσεως — ἀναθεωρήσεω̆ς , ἀναθεώρησις close examination fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)